Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό πράμα είναι

  • 1 βέβαιος

    η, ο [αία, ον]
    1) верный, несомненный, безусловный; неизбежный; определённый;

    βέβαιος κίνδυνος — явная опасность;

    βέβαιος θάνατος — верная смерть;

    η καταστροφή είναι βεβαία катастрофа неизбежна;
    2) верный, несомненный, достоверный;

    βέβαιες πληροφορίες — достоверные сведения;

    τό πράμα είναι βέβαιο — это верно;

    3) уверенный, убеждённый;

    απόλυτα βέβαιβέβαιος — абсолютно, совершенно уверен;

    είμαι βέβαιος ότι.. — быть уверенным, что...;

    είμαι βέβαιος γιά (περί)... — быть уверенным в...;

    να είσθε βέβαιος — будьте уверены;

    4) перен. прочный, устойчивый;
    βεβαία γνώμη твёрдое мнение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βέβαιος

  • 2 καιρός

    ο
    1) время;

    χάνω καιρό — терять время;

    χάνω τον καιρό μου — напрасно терять время, напрасно стараться;

    μη χάνετε καιρο — не теряйте времени, спешите;

    2) удобный случай, подходящий момент, пора;

    εν καιρώ τω δέοντι — в подходящий момент;

    βρίσκω (τον) καιρο — находить подходящий момент;

    3) пора расцвета, созревания;

    είναι στον καιρό της η κοπέλλα — девушка в самом соку; — девушке пора замуж;

    4) погода;

    ακατάστατος καιρός — неустойчивая погода;

    κάνει καλό καιρο — стоит хорошая погода;

    εξαρτάται απ' τον καιρό — зависит от погоды;

    5) время, времена; эпоха, эра;

    καιροί — ой μενετοί — время не ждёт;

    στον παληό καιρό — в старые времена;

    § θέλει καιρούς και ζαμάνια γιά να γίνει — для этого требуется длительное время;

    περνώ τον καιρό μου — проводить время;

    έχω καιρό να τον (1)δώ — я давно его не видел;

    καιρός να τού δίνουμε — пора убираться; — пора смываться (прост.);

    είναι καιρός πού μας άφησε χρόνια — он давно уже умер;

    μιά φορά κι' έναν καιρό — когда-то, однажды (в сказках);

    από τον καιρό τού Νώε — при царе Горохе;

    με τον καιρό — со временем;

    προ καιρου — давно;

    πρίν (από) λίγο καιρό — или προ ολίγου καιρου — недавно, с недавних пор, с недавнего времени;

    από καιρό σε καιρο — или από καιρού εις καιρόν — время от времени;

    κατά καιρους — временами; — в разное время, периодически;

    εν καιρώ — в нужное время, в нужный момент;

    γνά πολύν καιρό — надолго;

    τον καιρός πού... — в то время как...;

    τον κακό σου τον καιρό! — или κακό καιρό να 'χεις! — чтоб тебе пусто было!, чтоб тебе добра не видать! (проклятие);

    καιρός ήτανε — давно бы так;

    ο καιρός επείγει ( — или βιάζει) — время не ждёт;

    κάθε πράμα στον καιρό του κι' αυγά κόκκινα το Πάσχα — или κάθε πράγμα στον καιρό του (κι' ο κολιός τον Αύγουστο) — или καιρός παντί πράγματι — погов, каждому овощу своё время, всему своё время;

    ο καιρός είναι γιατρός — погов, время — лучший лекарь;

    έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα — погов, придёт время, он пожалеет об этом; — он получит по заслугам

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καιρός

  • 3 μεγάλος

    η, ο 1.
    1) большой, крупный;

    μεγάλη επιχείρηση — крупное предприятие;

    οι μπότες μού είναι μεγάλες — сапоги мне велики;

    μεγάλο πράμα — большое дело;

    2) великий; крупный, выдающийся;

    μεγάλος φιλόσοφος — крупный философ;

    οι μεγάλες δυνάμεις — великие державы;

    μεγάλοι άνδρες — великие люди;

    αυτός έγινε μεγάλος — он стал большим человеком;

    η μεγάλη εποχή τρύ Περικλή — великая эпоха Перикла;

    3) большой, важный, значительный;

    μεγάλο γεγονός — важное событие;

    μεγάλες δυσκολίες — серьёзные трудности;

    μεγάλες επιτυχίες — крупные успехи;

    μεγάλη προσωπικότητα — важная личность, персона, высокопоставленное лицо;

    προς μεγάλη (μου) έκπληξη (λύπη) — к великому (моему) удивлению (огорчению);

    4) старший; взрослый;

    μεγάλη κόρη — старшая дочь;

    μεγάλες τάξεις — старшие классы;

    τώρα είσαι μεγάλος — теперь ты взрослый;

    5) пожилой, немолодой;

    μεγάλης ηλικίας — пожилой;

    μην τον βλέπεις πού είναι καλοστεκάμενος, είναι μεγάλ — он не так уж молод, как выглядит;

    6) высокий, высокого роста;
    7) большой, многочисленный;

    μεγάλη φαμίλια — большая семья;

    § μεγάλα λόγια — а) громкие слова; — б) пустые обещания;

    μεγάλος φίλος — большой друг;

    μεγάλο πρόσωπο — шутл, (важная) персона, вельможа;

    μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;

    με τούς μικρούς μικρός, με τούς μεγάλους μεγάλος — у него ко всем подход есть, он со всеми умеет держать себя;

    τον έφαγε η μεγάλη ιδέα ирон. — он стал жертвой «великой идеи», мании величия;

    τό μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό — погов, большая рыба пожирает маленькую;

    μεγάλр καράβι μεγάλη φουρτούνα — погов, большому кораблю большое плавание;

    μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πείς — посл, ешь пирог с грибами, да держи язык за зубами;

    2. (οί) вершители судеб; сильные мира сего

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεγάλος

  • 4 χαρά

    η
    1) радость; веселье;

    με χαρили μετά χαρας — с удовольствием, охотно;

    είμαι τρελλός από χαρά — не помнить себя от радости;

    2) свадьба;

    κάνω χαρά — справлять свадьбу;

    καί στίς χαρές σας! — за вашу скорую свадьбу!;

    § μιά χαρά — превосходно, прекрасно;

    φαίνομαι (είμαι) μιά χαρά — выглядеть (чувствовать) себя прекрасно;

    χαρά στο πράμα — пустяки;

    χαρά σ' εμάς — мы счастливы;

    (η)μέρα (είναι) χαρά Θεού — чудесный день;

    με γεια σου με χαρά σου! — на здоровье!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαρά

См. также в других словарях:

  • σύνωρος — η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που μόλις πριν από λίγο έγινε, πρόσφατος («το πράμα είναι σύνωρο, κι ακόμ οι πονεμένοι είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί και μαυροφορεμένοι»). επίρρ... σύνωρα Ν 1. ἔγκαιρα, επίκαιρα 2. ταυτόχρονα 3. πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… …   Dictionary of Greek

  • Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… …   Dictionary of Greek

  • Τσακασιάνος — Επώνυμο διαφόρων λογίων και ποιητών. 1. Ιωάννης (1854 – 1908). Ποιητής και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Ως ποιητής, θεωρείται μαθητής του Λασκαράτου και συνεχιστής της σατιρικής επτανησιακής παράδοσης. Διακρίθηκε για την ειλικρινή και… …   Dictionary of Greek

  • πράγμα — πράγμα, το και πράμα, το, ατος 1. καθετί που έχει κάποιος. 2. εμπόρευμα: Το πράγμα είναι ακόμα στο τελωνείο. 3. γεγονός, πράξη, λόγος, διαγωγή: Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε; 4. κατάσταση γενικά: Τα πράγματα δεν πάνε καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάλαμα — το (Μ μάλαμα) χρυσός νεοελλ. 1. κάθε πολύτιμο μέταλλο 2. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πάρα πολύ καλός («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι μάλαμα») μσν. χρυσό νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μάλαγμα (πρβλ. πράγμα: πράμα) < μαλάσσω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»